Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπ' οὐρανόθεν

См. также в других словарях:

  • οὐρανόθεν — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουρανόθεν — (ΑΜ οὐρανόθεν) επίρρ. (ως τοπ.) από τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρανός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. ηπειρό θεν)] …   Dictionary of Greek

  • ACROSTICHIA — in Constitut. Apostol. Alius quidem Psalmos David canat, populus vero initia versuum, quae dicuntur Acrostichia, succinat. Α᾿κροςτιχὶς enim initium versuum significar. Vide Cael. Rhodig. Antiqq. Lectionum l. 13. c. 39. et Macrum Hierotexic. De… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CEA vel CEOS — CEA, vel CEOS insula iuxta Euboeam, Cos contracte dicitur ab Heraetide ac Diodero: A Romanis scriproribus, Virgilio, Ovidio, Plinio, Sallustio, apud Servium Cea; A Ptolemaeo Cia; A Lysea apud Suidam, et Aeliano de Auimalibus Cios, e Philone et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • IRIS — I. IRIS Soror Harpyarum, Thaumantisfilia, ex Electra, quam poetae Iunonis nunciam faciunt, h. e. aeris. Est autem revera arcus caelestis, pluviae plerumque praenuncia. unde poetis ὑετόμαντις cicitur, ut ait Olympiod. Metebr. l. 3. Plaut. in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επαλέξω — ἐπαλέξω (Α) 1. βοηθώ, επικουρώ («αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ οὐρανόθεν προΐαλλεν», Ομ. Ιλ.) 2. αποκρούω, απομακρύνω («μὴ ποτ ἐπὶ Τρώεσσιν ἀλεξήσειν κακὸν ἧμαρ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλέξω «προστατεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

  • κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… …   Dictionary of Greek

  • κατεφάλλομαι — (Α) 1. εφορμώ, πηδώ προς τα κάτω, εναντίον κάποιου 2. αρπάζω, σαρώνω («κῡμα νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον», Απολλ. Ρόδ.) 3. πηδώ από κάπου («οὐρανόθεν κατεπάλμενος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐφάλλομαι «πηδώ, εφορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • νίσσομαι — και νίσομαι (Α) 1. επιστρέφω, γυρίζω («οἴκαδε νισσόμεθα κενεὰς, σὺν χεῑρας ἔχοντες», Ομ. Οδ.) 2. πορεύομαι, πηγαίνω, αποχωρώ, απέρχομαι («ἐπί νηῶν νίσσομαι» πορεύομαι διά θαλάσσης, ταξιδεύω με πλοίο, Ησιόδ.) 3. φρ. «οὐρανόθεν νίσομαι» κατεβαίνω… …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»